- χοντρικά
- επίρρ. оптом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρόσο μόντο — χοντρικά, περίπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ιταλ. φράση) grosso modo «σε γενικές γραμμές»] … Dictionary of Greek
χονδρικός — (I) ή, ό, Ν [χόνδρος] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χόνδρους ή εντοπίζεται στους χόνδρους (α. «χονδρικός ιστός» β. «χονδρικές κοιλότητες»). (II) και χοντρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που δίνεται ή γίνεται κατά μεγάλες ποσότητες (α.… … Dictionary of Greek
Βαρυόνια — Εκτός από τα υπερόνια ανακαλύφτηκαν άλλα σ., εφοδιασμένα ή όχι με ιδιοτυπία, τα οποία έχουν κοινή με αυτά την ιδιότητα να παράγουν, λόγω διάσπασης, ένα πρωτόνιο. Όλα αυτά τα σ. αποτελούν, μαζί με το νετρόνιο και το πρωτόνιο, την οικογένεια των… … Dictionary of Greek
μεγαλέμπορος — ο ο έμπορος που αγοράζει για το μαγαζί του μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, αυτός που πουλάει κυρίως χοντρικά, ο χοντρέμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)